Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Η Επανάσταση του 1821 στην Εύβοια. 1ο Μέρος




Λίγο πριν από την έκρηξη της επανάστασης του 1821 η κατάσταση, που επικρατούσε στην Εύβοια, είχε συνοπτικά ως εξής:
Λίγο πριν ανατείλει ο 19ος αιώνας το βόρειο κομμάτι της Εύβοιας είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία του ικανότατου Ηπειρώτη ηγέτη, ΑλήΠασά. Ο φημισμένος ηγεμόνας της Ηπείρου κατείχε σχεδόν ολόκληρη την έκταση μέχρι και το σημερινό Προκόπι.
Οι μέθοδοι διοίκησης του Αλή Πασά, ήταν πρωτοποριακές για την εποχή εκείνη και τις μουσουλμανικές παραδόσεις. Οι κάτοικοι της Β. Εύβοιας ζούσαν υπό καθεστώς χαλαρής επιτήρησης, εφ΄όσον φυσικά απέδιδαν τους ορισθέντες φόρους.
Αντίθετα η υπόλοιπη Εύβοια (από το Προκόπι και κάτω) ζούσε υπό το τρομοκρατικό καθεστώς του σκληρού Τούρκου διοικητή  της Καρύστου Ομέρ, ο οποίος αντίθετα με τον εκσυγχρονιστή Αλή Πασά, ήταν πιστός στο Σουλτάνο. 

Ο Αλή Πασάς ήταν κάτοχος του μεγαλύτερου τμήματος της    βόρειας Εύβοιας, την εποχή του μεγάλου ξεσηκωμού. Την ίδια εποχή και ο ίδιος είχε «σηκώσει κεφάλι» ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα να το χάσει.
Οι παραμονές του ξεσηκωμού.
Αφορμή για την έναρξη της επανάστασης στην Εύβοια, υπήρξε η εκτέλεση επτά αθώων Ελλήνων γιδοβοσκών της Αυλίδας από τους Τούρκους στην περιοχή της Χαλκίδας. Γι΄αυτή την περίοδο ο Μιχαλόπουλος μας γράφει τα παρακάτω:
«...Στο μεταξύ οι Τούρκοι της Χαλκίδας, που πληροφορήθηκαν πια τα γεγονότα, συγκεντρώθηκαν στο διοικητήριο για να σκεφθούν και ν΄ αποφασίσουν τί θα κάνουν. Κατά το συμβούλιο σηκώθηκε ο πολύπειρος και γηραλέος Ρεσίτμπεης, διοικητής της πόλης, κι είπε τα εξής:

«Ο Σουλτάνος εμπόδιζε το ραγιά να χτίζει εκκλησίες, τον άφηνε όμως κι έκανε σχολειά και καράβια. Να τι του κάνει τώρα ο Ραγιάς με τα σχολειά και τα καράβια του, ας πάγει τώρα να τον κάνει ζάπη, που σήκωσε κεφάλι».
Οι άλλοι μπέηδες δε μίλησαν κι άφησαν τον Ρεσίτμπεη να κρίνει ποιά μέτρα έπρεπε να λάβει. Αποφάσισε τον αφοπλισμό των κατοίκων και τη σύλληψη των Κοτζαμπάσηδων ως ομήρων. Θέλοντας δε να τρομοκρατήσει τους Ραγιάδες πρόσταξε να δολοφονηθούν μερικοί χωριάτες από τα περίχωρα της Χαλκίδας και να κρεμαστούν από τα κρικέλια στον πλάτανο της πλατείας. Την άλλη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή 8 τ΄ Απρίλη, οι κάτοικοι είδαν το απαίσιο θέαμα οχτώ κρεμασμένων βοσκών, που τη νύχτα είχαν σκοτώσει οι άνθρωποι του Ρεσίτμπεη. Συγχρόνως ειδοποίησε το Μουσελίμη να καλέσει το μητροπολίτη και να τον προστάξει να εγγυηθεί για την ησυχία των χριστιανών. Ήταν Μεγάλο Σάββατο (9 τ΄ Απρίλη), όταν ο Γρηγόριος παρουσιάστηκε στο θρησκευτικό αρχηγό των Μουσουλμάνων. Ο τελευταίος είπε δόλια κι υποκριτικά στο Γρηγόριο τα εξής, για να τον παραπλανήσει:
  «Μη φοβάστε, εμείς γνωρίζουμε ότι σεις είσθε χας Ραγιάδες (προσκυνημένοι)». Αναφερόμενος δε στο φόνο των βοσκών είπε:
 «Αυτούς που χτύπησε τη νύχτα το κόλι (η νυχτοφυλακή), ήσαν μεθυσμένοι εντεψήτιδες (χαροκόποι)». Κι έκλεισε η κουβέντα με τα εξής:
«Να πάτε στην εκκλησιά σας και να κάνετε τη Λαμπρά σας, κι αν φοβάστε, εγώ στέλνω εκεί το Μουζάραγα να περιστοιχίσει την εκκλησιά σας, καθώς πρέπει. Και να χορέψουν οι Ραγιάδες τρεις μέρες και να κάνετε ό,τι εκάνατε προτού, κατά τα συνήθειά σας».
Ανάμεσα μιας τραγικής αγωνίας έγινε η Ανάσταση τα ξημερώματα της 10 Απριλίου, ενώ η τουρκική φρουρά είχε περιζώσει τη μητρόπολη της Χαλκίδας. Όταν τέλειωσε η ακολουθία, ο Γρηγόριος βγήκε στην πόρτα της εκκλησιάς, ευλόγησε το ποίμνιο και χάρισε πολλά δώρα και χρήματα στους Τούρκους στρατιώτες, στους φτωχούς και τους καβάσηδες, που του ευχήθηκαν στην τουρκική γλώσσα:
«Μπαϊράν μπουμπαρεκί», ήτοι ας είναι βλογημένη κι ευτυχισμένη η Λαμπρή σου.
Τη Δευτέρα έφθασε στη Χαλκίδα ο Ομέρμπεης της Κάρυστος κι έφερε τα νέα για την επανάσταση του Μωριά και των νησιών. Ήταν ένας από τους τολμηρότερους και γενναιότερους Τούρκους της Ελλάδας, προνοητικός, επιχειρηματικός και δραστήριος και δεν έμοιαζε με τους Τούρκους της Χαλκίδας, που περνούσαν σαν οι δειλότεροι και νωθρότεροι της Ανατολής. Σε συνέλευση δε που συγκροτήθηκε ο Ομέρμπεης είπε στους μπέηδες και τους άλλους επίσημους της Χαλκίδας:
 «Η Επανάσταση δεν είναι του Αλή Πασά, μα γενική εναντίον των Τούρκων και του δοβλετιού» (της Κυβέρνησης) «πρέπει να χτυπηθεί κατακέφαλα και μ΄ όλα τα μέσα»...».

Η επανάσταση αρχίζει από τη Βόρεια Εύβοια.
Η πρώτη στράτευση Ευβοέων γίνεται από τον πρωτοσύγκελο Βαρλαάμ, ενώ επαναστατικό κλίμα επικρατεί σ΄ολόκληρη την Εύβοια. Οι πρώτες συγκροτημένες ομάδες σχηματίζονται στη Βόρεια Εύβοια, και επαναστατικές κινήσεις παρατηρούνται αρχικά στη Λίμνη. Δεν αργούν και οι πρώτες συγκρούσεις με τους Τούρκους, που γίνονται στος 8 Μαΐου 1821 στην Ιστιαία. Μας γράφει σχετικά ο Μιχαλόπουλος:
«...Αλλά και ναυτικές μονάδες επαναστάτησαν στη Λίμνη, όπου σχηματίστηκε και στόλος από τέσσαρες Λιμνιώτικες σκούνες και δυο μεγαλύτερα μπρίκια από το Τρίκκερι. Κι άλλα μικρότερα καράβια, και μπρατσέρες, τρεχαντήρια, μαούνες και μεγάλες τράτες σήκωσαν τη σημαία της επανάστασης κι ενώθηκαν με τα μεγαλύτερα της Λίμνης και τα Τρικκεριώτικα. 
Ναύαρχος τούτου ωνομάστηκε τότε ο Τρικκεριώτης Κουτμάνης, έχοντας βοηθό τον καπετάνιο Κωνσταντίνου, επίσης Τρικκεριώτη. Οι δε Λιμνιώτες απλώς πλοιαρχούσαν στα δικά τους καράβια. Αλλ΄ ο Κουτμάνης από τις πρώτες μέρες δείχτηκε ανίδεος από ναυτικές επιχειρήσεις και τότε οι προεστώτες της Εύβοιας έστειλαν ανθρώπους στην Ύδρα και ζήτησαν ειδικό καπετάνιο, καθώς και ναυτική ενίσχυση. Αφού ο Κουτμάνης ανεχώρησε, προσεκλήθη εις της Ευβοίας τον πόλεμον ο Αλέξανδρος Κριεζής, δια τον θαλάσσιον της Χαλκίδος αποκλεισμόν. 
Ο Λάζαρος Κουντουριώτης κάλεσε τότε τον Αλέξανδρο Κριεζή και τον πρόσταξε να πλεύσει στον Ευβοϊκό κόλπο και να μπει επικεφαλής του μικρού στόλου, με κύριο σκοπό να καταστρέψει το μεγάλο τούρκικο κορβέτι, που προστάτευε τις θάλασσες εκείνες κι αποκλείσει τη Χαλκίδα. Ο Κριεζής αρμάτωσε ένα μεγάλο πλοίο, μίσθωσε 110 ναύτες κι αφού προμηθεύτηκε τ΄ αναγκαία τρόφιμα και πυρομαχικά έφθασε στις 3 του Μάη στο Τρίκκερι κι ανάλαβε την ναυαρχία. Εκεί είδε πως στο Μώλο βρίσκονταν αραγμένο το τούρκικο, αλλ΄ οι τουρκολάτρες προεστώτες του χωριού Χαμούσα ειδοποίησαν αμέσως τον Τούρκο καπετάνιο και το πλοίο αναχώρησε. Αλλά στις 8 του Μάη τα ελληνικά συνάντησαν το κορβέτι και το πυρπόλησαν κι έτσι η Εύβοια και οι θάλασσες εκείνες απαλλάχτηκαν από την απειλή του εχθρικού πολεμικού. Ήταν καράβι αξιόλογο και μεγάλο, των 250 κανονιών. Ακριβώς την μέρα κείνη, προς το βράδυ, διαδόθηκε από μοναχούς του  Αγίου Όρους πως πάρθηκε η Πόλη! Τότε τα καράβια κι οι επιστρατευμένοι στρατιώτες άρχισαν να γιορτάζουν για την χαρούμενη κι απροσδόκητη εκείνη είδηση, ρίχνοντας οι πεζοί στον αέρα και τα καράβια αδειάζοντας τα κανόνια τους. «Αρχίσαμε, λέει ο ναύαρχος Κριεζής, και κανονιοβολούσαμεν και ημείς, περίπου ως 30 κανόνια, εκαθήσαμε εις την τράπεζαν, εφάγαμεν ευθυμούντες και ήμεθα όλοι χαρές και δια του Κορβέτι το κάψιμον και δια την Πόλη».
Στο μεταξύ μπήκε σε μερικές αρματωμένες σκούνες με λίγους Τρικκεριώτες ο Ρουμελιώτης καπετάνιος Βερούσης Μουτζανάς, που βρισκόταν τότε στο Τρίκκερι κι εκείθε αποβιβάστηκε απέναντι στο Ξεροχώρι, όπου είχαν στρατοπεδεύσει κι άλλοι επαναστάτες. Εκεί μαζί με τους άλλους ξεσηκωμένους επετέθηκεν εναντίον των λίγων Τούρκων κι αφού τους σκότωσε, κήρυξε την Επανάσταση. Εκείθε οδηγώντας μερικούς οπλοφόρους έφθασε στο Άϊο, με την πρόθεση να διορισθεί γενικός καπετάνιος της Εύβοιας, προσταγμένος ίσως από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που ζητούσε με κάθε τρόπο ν΄ ανακατευθεί στα πράγματα του νησιού ελπίζοντας πλούσιους μισθούς και προ πάντων άγρια χρηματολογία για τον αγώνα! Καθώς είπαμε, ο τόπος δεν είχε πειραματισμένους στρατιωτικούς για ν΄ αναλάβουν την αρχηγία. Οι Βορειοηπειρώτες, που προώριζε ο Γρηγόριος γι΄ αρχηγούς, δεν είχαν φθάσει ακόμη, ο δε μόνος ικανός και γενναίος και θυσιαστικός καπετάνιος π΄ ανάδειξε η Εύβοια, ο Αγγελής Γοβιός, δεν είχεν εμφανιστεί ακόμη, υπηρετώντας τον Αλή Πασά, που πολιορκούσε ο Χουρσίτ στα Γιάννινα...». 

Τα πρώτα προβλήματα.
Όπως είδαμε προηγουμένως, αλλά κυρίως όπως θα δούμε στη συνέχεια ο συγγραφέας, Φάνης Μιχαλόπουλος δεν φαίνεται πως εκτιμά ιδιαίτερα την προσωπικότητα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τον θεωρεί σαν βασικό υπεύθυνο της αποτυχίας του Ευβοϊκού αγώνα, λόγω της μη έγκαιρης επιλογής αρχηγού αλλά και λόγω της σωρείας λαθών που επακολούθησαν. Ας δούμε όμως τη συνέχεια του αγώνα στις πρώτες μέρες της επανάστασης:
«...Έτσι στην κρίσιμη εκείνη στιγμή η Εύβοια βρέθηκε χωρίς δικούς της καπετάνιους, κι όταν έφθασε στον Άϊο ο Βερούσης, στις 27 του Μάη, ανακηρύχτηκε αρχικαπετάνιος του νησιού, άνθρωπος ανίκανος κι άναντρος, ακολουθώντας την αισχρή ταχτική του ξαδέρφου του Οδυσσέα Ανδρούτσου, καθώς θα δούμε, που εποφθαλμιούσε το καπετανιλίκι ολόκληρης της Ρούμελης και της πλούσιας Εύβοιας για λόγους χρηματολογίας. Τότε ο πρωτοσύγκελλος Βαρλαάμ εξαπόλυσε τις πρώτες επαναστατικές προκηρύξεις, καλώντας τους χωριάτες και τους αγρότες να κατεβούν στον αγώνα για να λευτερώσουν την πατρίδα τους. Δυστυχώς, δεν κατορθώσαμε να βρούμε τις προκηρύξεις αυτές, που κυκλοφόρησαν ευρύτατα και διαβάστηκαν από ντελάληδες που περιφέρονταν με νταούλια στα χωριά του νησιού...

Οι Ευβοείς στρατεύονται.
...Με πόση προθυμία κι αφέλεια δεν έσπευδαν οι χωριάτες να καταταχθούν στο στρατό και να πολεμήσουν για τη λευτεριά! Με πόση σιγουριά και πεποίθηση δεν αρματώνονταν οι αγρότες αφήνοντας τις δουλειές τους κι οι βλάχοι τις στάνες τους! Άλλοι με ρόπαλα και γκλίτσες, άλλοι με δρέπανα και δικέλλες, κι άλλοι με σφεντόνες και σουγλιά και πολύ λίγοι με ντουφέκια και μαχαίρια προσέρχονταν κι ακολουθούσαν τους ντελάληδες. Αλλόκοτη και πρωτότυπη επιστράτευση! Στρατός οπλισμένος με τα πιο πρόχειρα μέσα, αλλά με τη θεία φλόγα του ενθουσιασμού και της πίστης έτρεχε προς το στρατόπεδο του Άϊου, σα μεθυσμένος. Έτσι, αφού μαζεύτηκαν ως πεντακόσιοι, ξεκίνησαν ασύνταχτοι κι απειθάρχητοι «κατά μάγκες», όπως έλεγαν τότε, δηλαδή κατά συντροφιές από το ίδιο χωριό ή τον ίδιο τόπο, μ΄ επικεφαλής αρχηγό επίσης συντοπίτη τους, ενώ ο στόλος παράπλεε την ακρογιαλιά του Ευβοϊκού, κι επί τέλους έφθασαν όλοι στα Πολιτικά, όπου διανυχτέρευσαν.
Τις κινήσεις αυτές μόλις έμαθαν οι Τούρκοι της Χαλκίδας ταράχτηκαν και πολλοί τρομοκρατήθηκαν. Τότε κάποιος, που κρατιόταν ως όμηρος, ξέφυγε κρυφά από την πόλη και πήγε στα Πολιτικά, όπου βρήκε το στρατό και τους αρχηγούς, λέγοντας πως «Πανικός και φόβος κατέχει τους Τούρκους». Διηγήθηκε την οιχτρή κατάσταση της Χαλκίδας από επισιτιστική άποψη και πρότρεψε τους καπετανέους να μη χάνουν καιρό και να σπεύσουν να πολιορκήσουν την πόλη. Βεβαίωνε πως γρήγορα θα την έπαιρναν εκμεταλλευόμενοι την έκπληξη και τον τρόμο των Τούρκων. Ο πρωτοσύγκελος Βαρλαάμ έγραψε τότε στους Τούρκους την εξής επιστολή, που δείχνει ποιο υψηλό πνεύμα βασίλευε στη σκέψη των αρχηγών της Επανάστασης:
 «Γνωρίζετε, αγάδες, από τα κιτάπια σας, ότι ο από του Θεού ορισμένος καιρός της εξουσίας σας επέρασε, δεν θέλει να μας έχετε Ραγιάδες πλέον, να προσκυνήσετε και να πάρετε όσα πράμματα σηκώνετε και να πάτε όπου θέλετε. Σας υποσχόμαστε να φυλάξουμε την τιμήν σας, αφού αφήσετε τ΄ άρματά σας. Εμείς τη γη που μας πήρατε ζητούμε να πάρουμε πίσω και τίποτε άλλο».
Περιμένοντας την απάντηση οι επαναστάτες οργανώθηκαν συστηματικότερα στα Πολιτικά και κυρίως στα Δύο Βουνά, όπου το Μεγάλο Δερβένι, και ταμπουρώθηκαν εκεί προτού κατεβούν και πολιορκήσουν τη Χαλκίδα. Εκεί ανεμίστηκαν κι οι πρώτες σημαίες των σωμάτων κι εκεί ευλογήθηκαν από το Βαρλαάμ σε μυσταγωγική λειτουργία. Ήταν άσπρες, με κόκκινο σταυρό στη μέση. Κατόπιν κηρύχτηκε κι επίσημα η επανάσταση στις 22 του Μάη 1821. Μετρήθηκαν οι στρατιώτες και βρέθηκαν πεντακόσιοι πενήντα, που λίγοι τους έφεραν όπλα, ενώ οι περισσότεροι κρατούσαν δρέπανα, ρόπαλα κι άλλα γεωργικά εργαλεία. Ο ναύαρχος Αλέξανδρος Κριεζής, που τους είδε, έγραψε στο ημερολόγιό του τα εξής: 
«Επροσκάλεσα όλους τους στρατιώτες, τους έβαλα σε λίνια (γραμμή), τους επαρατήρησα. Βλέπω και βαστούσαν σούβλες, μαγκούρες και μέρος ντουφέκια χωρίς πέτρες και φυλαχτά και είπα εις τον εαυτό μου: Με ετούτους θα πολεμήσωμεν εχθρόν ωσάν τον Τούρκον;» Εκεί συγκεντρώθηκαν κι άλλοι, κι όλοι μαζί ανέβηκαν σε δυόμιση ή τρεις χιλιάδες, αλλ΄ όλοι σχεδόν άοπλοι, φέροντας «ρόπαλα και γκλίτσες., έξω από λίγους που κρατούσαν άρματα, χωρίς ίσως να ξέρουν να τα μεταχειριστούν. Κι όμως η πίστη όλων αυτών στην επιτυχία της επανάστασης ήταν ακλόνητη κι ανυπόμονα περίμεναν να ξεκινήσουν. Αφού με τη βοήθεια του Κριεζή διορθώθηκαν όπωςόπως τα ντουφέκια και πήραν πέτρες γι΄ αυτά, μοιράστηκαν τέλος τα φυσέκια και δόθηκαν δέκα στον καθένα οπλοφόρο. Έτσι ετοιμάστηκαν κάπως, κι αφού γευμάτισαν το μεσημέρι της 24 Μαΐου και ξεφάντωσαν, ύστερα κίνησαν για τη Χαλκίδα γιομάτοι ενθουσιασμό και χαρά. Προπορεύονταν γκάϊδες, νταούλια κι άλλα παιχνίδια και λαλούμενα, ενώ οι χωριάτες κι οι λαϊκοί τραγουδούσαν κλέφτικα τραγούδια και χόρευαν σα σε γιορτάσι. Την εμπροσθοφυλακή την αποτελούσαν τρακόσιοι ωπλισμένοι έχοντας επικεφαλής το Νικόλα Τομαρά, τον Κώστα Χασάπη και τον Ιατρού κι ως σημαιοφόρο το Βαρλαάμ μαζί μ΄ άλλους μοναχούς, πούτρεξαν από διάφορα γύρω μοναστήρια για να πολεμήσουν κι αυτοί, κρατώντας θυμιατήρια, καίγοντας λιβανωτά και ψάλλοντας εκκλησιαστικά τροπάρια. Είχε κάτι το μυσταγωγικό και κατανυχτικό όλη αυτή η επαναστατική πορεία, πούμοιαζε με λιτανεία και στην οποία μετείχαν όλα τα στοιχεία, ο χωριάτης, ο γεωργός, ο καλόγηρος κι ο προεστός, όλο το έθνος κι όχι μια τάξη ή μια μερίδα του. Κι αυτές οι γυναίκες συνόδευαν το στρατό καθ΄ όλη την πορεία του κι έκαναν το σταυρό τους και γονάτιζαν στο δρόμο για την επιτυχία της επανάστασης...

Οι Τούρκοι πανικοβάλονται.
...Την οπισθοφυλακή, τέλος, την απάρτιζαν λίγοι οπλισμένοι κι οι ξαρμάτωτοι έχοντας ως αρχηγό το Βερούση, ενώ μαζί τους παράπλεε γιαλόγιαλό κι ο στόλος των Τρικκεριωτών και των Λιμνίων μαζί με τον Κριεζή. Έτσι βαδίζοντας έφθασαν στα Ψαχνά κι εκείθε προχώρησαν, ως που τέλος στις 28 του Μάη κατέβηκαν στην πεδιάδα της Καστέλλας, ενώ ο στόλος έρριξε άγκυρα στη Λιανή Άμμο κι άρχισε την πολιορκία της Χαλκίδας. Η εμπροσθοφυλακή με τους πιο θαρραλέους, έχοντας επικεφαλής το Βαρλαάμ, τον Τομαρά και τον Ιατρού, ώδευσε γληγορώτερα κι έπιασε τους λόφους του Κοπανά, όπου και ταμπουρώθηκε. 
Οι Τούρκοι, μόλις τους είδαν από τα τείχη του κάστρου, βγήκαν αμέσως κι έδωσαν μάχη στην αρχή μ΄ επιτυχία. Παρ΄ ολίγο μάλιστα να διαλύσουν όλον εκείνο τον ασύνταχτο στρατιωτικόν όχλο, που τάχασε και σκόρπισε, οι οχυρωμένοι στους λόφους αντιστάθηκαν. Αλλ΄ όταν τα κανόνια του στόλου άρχισαν να χτυπούν τους Τούρκους κι ο Βερούσης φάνηκε από την Καστέλλα κατεβαίνοντας προς τον Κοπανά, τότε οι Τούρκοι θορυβήθηκαν κι επήραν το χαμό φεύγοντας προς την πόλη. Κι αφού μαζεύτηκαν και πάλιν οι σκορπισμένοι και βγήκεν η εμπροσθοφυλακή από τα ταμπούρια της, όλοι μαζί όρμησαν εναντίον των Τούρκων, που κατεδίωξαν ως τα πρόθυρα της Χαλκίδας. Πήραν πολλά λάφυρα κι ιδίως άρματα, άλογα κι άλλα είδη, κι αφού έστησαν τρόπαιο, ξαναγύρισαν στις οχυρωμένες θέσεις τους. Κι ο μεν στρατός διανυχτέρευσε στο χωριό Κοπανά και στην ύπαιθρο, οι δε καπετανέοι μαζί με το Βαρλαάμ και τους προύχοντας συσκέφθηκαν τη νύχτα για την κατάσταση και τον τρόπο της πολιορκίας της Χαλκίδας. Τότε ο Βαρλαάμ, που δεν τον χαρακτήριζε μονάχα θάρρος και φλογερός πατριωτισμός μα και φρόνηση και γνώση προσώπων και πραγμάτων της Εύβοιας, πρότεινε να ριχτούν στη πόλη και να κυριεύσουν τα εξωτερικά προχώματα του κάστρου, αφού οι Τούρκοι, καθώς πληροφορήθηκαν από τον όμηρο Χατζή Σωτήρη, ήσαν λίγοι και τρομοκρατημένοι. Με γερά επιχειρήματα υποστήριξε τις απόψεις του...». 

Ο Βερούσης περιορίζεται στο πλιάτσικο.
Δυστυχώς για τον αγώνα της Εύβοιας ο Βαρλαάμ δεν εισακούσθηκε. Συνεχίζει ο Φ. Μιχαλόπουλος.
«...Την άλλη μέρα, 30 του Μάη, οι προφυλακές προχώρησαν περισσότερο προς την πόλη και την περικύκλωσαν στενότερα. Ο Τομαράς έπιασε τη Βρωμούσα, ο Χαλκιάς το Βαθροβούνι κι έστησαν τα μπαϊράκια τους απ΄ έξω σχεδόν από το κάστρο. Αν εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν ένας θαρραλέος και επιχειρηματικός αρχηγός κι όχι ο Βερούσης κι ενεργούσε αιφνίδια κι αποφασιστικά, όπως έλεγε ο Βαρλαάμ, η Χαλκίδα θάπεφτε στα χέρια των πολιορκητών. 
Δυστυχώς, η περίσταση χάθηκε κι οι Έλληνες στρατιώτες μαζί με τους καπετανέους δόθησαν στο γλέντι και στο μεθύσι, νομίζοντας πως ο πόλεμος τέλειωσε. Κι άλλοι απ΄ αυτούς σκόρπισαν προς τις τούρκικες κατοικίες του κάμπου, κι αφού τις λήστευαν, ύστερα τις έκαιγαν και παίρνοντας τα πλιάτσικα γύριζαν στα χωριά τους, για να επιστρέψουν πάλι, όπως ισχυρίζονταν. Αυτός ο «στρατάρχης της Εύβοιας», όπως αυτονομάστηκε, ο Βερούσης, ρίχτηκε στο γλέντι. Πρώτος εδόθη εις την οινοποσίαν και την μέθην, λέει κάποιος αυτόπτης, «...τούτον δε ιδόντες οι όλως άπειροι στρατιώται διεσκορπίσθησαν τήδε κακείσε λαφυραγωγούντες και πυρπολούντες τας εν τοις αμπελίοις οικίας των Τούρκων. Και οι μεν εμεθύσθησαν εκ του χαλκιδικού οίνου, ως και αυτός ο αρχικαπετάνιος Βερούσης, οι δε έτρεχον εις αρπαγάς και άλλα, αι δε θέσεις εξεκενώθησαν ανθρώπων και έμενον επ΄ αυτών αι σημαίαι μόναι και ολίγιστοι ετήρουν αυτάς». 
Μάταια ο Βαρλαάμ, η ψυχή κι ο εγκέφαλος της επανάστασης, ικέτευε τους στρατιώτες να γυρίσουν στα ταμπούρια τους, μάταια παρακαλούσε τους αρχηγούς να κρατήσουν την πειθαρχία μέχρις ότου παρθεί η Χαλκίδα. Κανείς δεν άκουγε. Απειθαρχία και παραλυσία κυριάρχησαν παντού, τις κρίσιμες κι αποφασιστικές εκείνες στιγμές. Ο Βερούσης, υπόδειγμα αδράνειας κι ανικανότητας, συνέχιζε το γλέντι του στέλνοντας σε διάφορα μέρη στρατιώτες για να του φέρουν τα καλλίτερα κρασιά της Εύβοιας...

Οι Τούρκοι εκδιώκουν τον στρατό του Βερούση.
...Οι Τούρκοι, κι ιδίως Τουρκαλβανοί καβαλλάρηδες, που παρακολουθούσαν τους Έλληνες από το κάστρο, ξεθάρρεψαν  βλέποντας την παραλυσία, αν όχι τη διάλυση του στρατού, κι αποφάσισαν να βγουν έξω και πολεμήσουν. Και στην αρχή γλύστρησαν λίγοι και με προφυλάξεις, αλλ΄ όταν προχώρησαν ως τους λόφους κι είδαν τα χαντάκια και τα ταμπούρια των Ελλήνων άδεια, με μόνες τις σημαίες, έτρεξαν και φώναξαν ολόκληρη τη φρουρά. Και τότε όλοι μαζί αλαλάζοντας ρίχτηκαν στους σκόρπιους Έλληνες και κυριολεχτικά τους κομμάτιαζαν. Με λύσσα και φανατισμό οι Τουρκαλβανοί καβαλλάρηδες «αλώνιζαν»τους στρατιώτες, όπως έγραψε κάποιος αυτόπτης. Άνθρωποι απειροπόλεμοι κι αγύμναστοι, μη έχοντας άρματα  δεν ήταν δυνατό ν΄ αντισταθούν κι έφευγαν πανικόβλητοι, όπου τύχαινε, μα κι εκεί τους εύρισκαν οι Τουρκαλβανοί και τους λιάνιζαν. Το μόνο μέσο σωτηρίας ήταν η φυγή. Οι δε Τούρκοι εδίωκον τους Έλληνας δια του ιππικού των εις την πεδιάδα, επιπεσόντες εν αυτή εκ της απειρίας των, κάλλιον δ΄ ειπείν τους αλώνιζον, το μέσον της σωτηρίας πολλών ήταν η ωκυποδία, όσοι ταύτης εστερούντο εγένοντο βορά των ορνέων. Εκυρίευσαν πέντε σημαίας μετά είκοσι τριών κεφαλών. Τοιαύτην έκβασιν έλαβεν η αρχή του πολέμου ή ο πρώτος πόλεμος κατά την Βρωμούσαν. Ο δε ναύαρχος του Βερούση εφιλονίκει μετά των άλλων πλοιάρχων περί αρνίων και κρεάτων και των τοιούτων. Ο δε στρατός διεσκορπίσθη τήδε κακείσε και ολιγώτατοι έμειναν με τον Βερούσην. 
Όσοι απόμειναν, μαζεύτηκαν πάλι στην οχυρή θέση Άϊος, όπου ανασύστησαν το στρατόπεδο κάτω από τη διοίκηση του ίδιου, δυστυχώς, Βερούση. Ό,τι έλειπε από τον αυτοσχέδιο αυτό στρατό ήταν η πειραματισμένη και φωτισμένη ηγεσία, ήταν η δραματική ανεπάρκεια πυρομαχικών κι εφοδίων. Όταν αναλογισθεί κανείς πως όλος αυτός ο στρατός ήταν οπλισμένος με λίγα μόνο ντουφέκια, με ξύλα και ρόπαλα και πως δόθηκαν σε κάθε αρματωμένο δέκα μόνο βόλια, δεν μπορεί να μην ομολογήσει πως κι ό,τι έκανε ήταν πραγματικώς απίστευτο. Η δε κάθοδος προς τη Χαλκίδα κι η ολιγόμερη έστω πολιορκία της ήταν άθλος μοναδικός. Μονάχα ο ενθουσιασμός κι η πίστη, μονάχα η άγνοια είχαν οδηγήσει προς την επανάσταση τόσες εκατοντάδες χωρικών κι αγροτών... Το ανθρώπινο υλικό ήταν υπέροχο...».

Βερούσης Μουτσανάς 
το υπόδειγμα ενός κακού ηγέτη.
Ο Βερούσης, δυστυχώς για την εξέλιξη του Ευβοϊκού αγώνα αποδεικνύεται πολύ «λίγος». Μέθυσος και ανίκανος να διοικήσει ολιγωρεί και οδηγεί την επανάσταση σε κακό δρόμο. Οι μόνες ηρωικές του πράξεις είναι η αποστολή γενναίων Ελλήνων να του φέρουν κρασί από τη Χαλκίδα. Γράφει σε κάποιο σημείο ο Μιχαλόπουλος:
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Οι αποφάσεις του υπήρξαν καταλυτικές για την έκβαση του Ευβοϊκού αγώνα.
«...Όταν ο Βερούσης γλεντοκοπούσε στο Κοπανά με σφαχτά κι ορέχτηκε εκλεχτό χαλκιδέικο κρασί, έστειλε κάποιο χωριάτη να του το φέρει στο ασκί. Όταν γύριζε, κάποιος Τούρκος καβαλάρης, από κείνους που παραμόνευαν στις ρεματιές έξω από τη Χαλκίδα, όρμισε για να του πάρει το κεφάλι με το γιαταγάνι. Αλλ΄ ο χωρικός προφυλάχτηκε πίσω από μια ελιά κι απόφυγε το πρώτο χτύπημα. Τότε ο Τούρκος οργισμένος τον κυνηγούσε γύρω από το δέντρο. Αλλ΄ ο θυμόσοφος χωριάτης του φώναζε:
 «Κάτσε φρόνιμα, αγά μου, μη μου χαλάσεις τ΄ ασκί κι έχετε λόγια υστερινά με τον καπετάν Βερούση!». Ο Τούρκος θύμωσε περισσότερο, αλλ΄ ο χωρικός εξακολουθούσε να του λέει εμπαιχτικά: «Κάτσε, αγά μου, σου λέω φρόνιμα, μη χαλάσεις τ΄ ασκί». Σε μια στιγμή ευκαιρίας πέταξε χάμου τ΄ ασκί κι όρμισε κατά του Τούρκου, τον έριξε από τ΄ άλογο, του πήρε το γιαταγάνι και τον σκότωσε...».
Ο Βερούσης όμως εκτός από ανίκανος αρχηγός, γίνεται και προκλητικός προς τους αγωνιστές της Εύβοιας. Γράφει ο Μιχαλόπουλος:
«...Μ΄ ένα τέτοιο λαό και με τέτοια αυτοπεποίθηση των αγωνιστών ήταν αδύνατο η επανάσταση να καταβληθεί μ΄ ένα χτύπημα. Και πραγματικώς ο Βερούσης, με τους λίγους που σώθηκαν, ανέβηκε στον  Άϊο, όπου το στρατόπεδο κι όπου συγκεντρώθηκαν και πάλι πολλοί αγωνιστές, προύχοντες και κληρικοί, έτοιμοι για να συνεχίσουν τον αγώνα. Πολλοί απ΄ αυτούς κατάκριναν το Βερούση.
 «Πήρες στο λαιμό σου τα παιδιά μας και τον κόσμο!» του φώναζαν.
Αυτός όμως, με μεγάλη δόση χυδαιότητας κι αδιαφορίας, όπως συνήθιζε κι ο ξάδερφός του Οδυσσέας Ανδρούτσος, τους αποστόμωσε με την εξής φράση:
 «Ε, ωρέ, να χέσω κι εσάς και τα παιδιά σας!» Κι επειδή αγανάχτησαν μερικοί κι εκδήλωσαν τάσεις να φύγουν, ξανά  απειλητικά:
 «Στο διάολο κι εσείς και τα παιδιά σας!»

Η ώρα του Γωβιού.
Δεν θ΄αργήσει όμως να αποδειχθεί η ανικανότητα του Βερούση. Επιτέλους οι ηγέτες του εθνικού μας αγώνα αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά στην Εύβοια. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος «ανακαλύπτει» τον Αγγελή Γωβιό και η Εύβοια τον Ηγέτη της. Αλλά ας παραθέσουμε στη συνέχεια μερικά ακόμη αποσπάσματα από την ιστορία του Μιχαλόπουλου, καθώς και τις επιστολές του Οδυσσέα Ανδρούτσου:
Αγγελής Γωβιός. Ο μεγάλος ηγέτης του Ευβοϊκού αγώνα.
«...Έφθασε τότε από τη Δωρίδα ο Αγγελής Γωβιός, ο φυσικός αρχηγός του νησιού, «ο αητός της Εύβοιας», όπως τον ωνόμαζεν ο ναύαρχος Κριεζής, και πίσω του οι λεοντόθυμοι βορειοηπειρώτες καπετανέοι, οδηγώντας καμμιά τρακοσαριά παλληκάρια, όλοι Χειμαρέοι, Χρομοβίτες, κι Αργυροκαστρίτες, κρατώντας τα φοβερά και βροντερά ντουφέκια, που κέρδισαν χίλιες μάχες και τρόμαζαν, στον ύπνο του, τον Αλή Πασά...Ο Άγγελος Γωβιός καταγόταν από τη Λίμνη της Εύβοιας, κι όπως οι περισσότεροι αγωνιστές της επανάστασης, έτσι κι αυτός ήταν παιδί του λαού, παιδί της ανώνυμης και μεγάλης εκείνης μάζας, που γέννησε ό,τι καλλίτερο έχει να παρουσιάσει η νεοελληνική εθνότητα. «Ποταπός ην την πατρίδα», λέει ο Ναθαναήλ, αλλά τι μ΄ αυτό, ρωτάει ο ίδιος, αφού υπήρξεν «ο ένδοξος αετός της Εύβοιας» κατά γενικήν ομολογία; Κι όπως όλοι σχεδόν οι όμοιοί του, έτσι κι ο Γοβιός από μικρός έδειξε τον πολυμήχανο, τον επαναστατικό κι ατρόμητο χαρακτήρα του, ερίζοντας είτε με τους Τούρκους του χωριού του, είτε με τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες, που κι αυτοί καταπίεζαν τα λαϊκά στρώματα. 
Μη ανεχόμενος ούτε τους πρώτους, που μισούσε, ούτε τους δεύτερους, που περιφρονούσε για τη δουλική στάση τους απέναντι των Τούρκων, αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του και να πάει εκεί, που βρισκαν καταφύγιο όλοι οι κατατρεγμένοι ή δυσυπόταχτοι Έλληνες των χρόνων εκείνων: στον Αλή Πασά. Πολλά γράφτηκαν για την πολιτεία του παράδοξου μα φιλέλληνα εκείνου δεσπότη, που στην ψυχή του ένωνε την αιμοβορία και την αγριότητα της τίγρης με την υπουλότητα και την πονηριά της αλεπούς... 
...Πρωτοπαλλήκαρο του Οδυσσέα ήταν ο Γωβιός, κι όταν εκείνος κλείστηκε στο Χάνι της Γραβιάς κι έδωκε την περιλάλητη μάχη, ο Γωβιός πρωτοστάτησε και μέσα στο χάνι και κατά την έξοδο. Τ΄ όνομά του διαθρυλήθηκε στη Ρούμελη, όπως και του Οδυσσέα κι η φήμη του διαχύθηκε προς όλους τους πατριώτες του, που τότε ζητούσαν αρχηγό, ύστερα από τις αποτυχίες του Βερούση και των άλλων ξένων, που σχεδόν απονέκρωσαν τον αγώνα κι αποκαρδίωσαν το λαό και τους αγωνιστές. Σε συμβούλιο δε των κοτζαμπάσηδων της Εύβοιας, πούγινε με πρόεδρο το ναύαρχο Κριεζή, αποφασίστηκε να καλέσουν το Γωβιό και να του αναθέσουν τον αγώνα, ονομάζοντάς τον αρχικαπετάνιο του νησιού. «Ο Αλέξανδρος Κριεζής ακούσας την γενναιότητά του και αρίστευσιν επήνει τον άνδρα και αετόν της Ευβοίας εκάλει αυτόν. Συμβουλίου δε γενομένου, προεδρευομένου υπ΄ αυτού, απεφασίσθη να προσκληθή ο Αγγελής, ως οπλαρχηγός των ευβοϊκών όπλων και της αυτού πατρίδος...».

Τα σκίτσα είναι από το βιβλίο του Γ. Παπαστάμου από το βιβλίο 
«Το χρονικό μιας μικρής πολιτείας και ενός μεγάλου ήρωα».

Αλέξανδρος Καλέμης
Από το βιβλίο των Ευβοϊκών Εκδόσεων Κίνητρο
"Περιπλανήσεις στον Χώρο και στο Χρόνο" Γ' Τόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου