Η πρόσβαση στη Μονή.
Στις
επιβλητικές και απότομες δυτικές βουνοπλαγιές του πανέμορφου Κανδηλιού, εκεί
ακριβώς που αυτές συναντούν την καταγάλανη θάλασσα του Ευβοϊκού, βρίσκεται, εδώ και πολλούς αιώνες,
χτισμένη μία από τις πιο ιστορικές βυζαντινές μονές της Εύβοιας. Δεν είναι άλλη
από την μονή Αγίου Νικολάου ή Γαλατάκη όπως την ξέρουν οι περισσότεροι. Το
ενδιαφέρον που παρουσιάζει σε συνδυασμό με το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον στο
οποίο βρίσκεται, προσελκύει πολλούς επισκέπτες και προσκυνητές, οι οποίοι εκτός
από το μοναστήρι, έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά μία από τις πιο
όμορφες και ιστορικές πόλεις της Εύβοιας. Αυτή δεν είναι άλλη από τη μαγευτική
Λίμνη, η οποία διακρίνεται από μία καθαρά δική της νησιώτικη προσωπικότητα και
μία κουλτούρα, που την κάνει να ξεχωρίζει από όλες τις πόλεις της Εύβοιας και
να γοητεύει τους φιλοξενούμενούς της.
Για
την πρόσβαση στη μονή Γαλατάκη, του επίδοξου επισκέπτη της, το πέρασμα από την
πόλη της Λίμνης είναι υποχρεωτικό, αφού από εκεί αρχίζει ο μοναδικός παραλιακός
δρόμος, που οδηγεί στο γυναικείο σήμερα μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Η Λίμνη
έχει πολλά να αποκαλύψει στους επισκέπτες της, μεταξύ των οποίων το λαογραφικό της μουσείο, το άκρως ενδιαφέρον
ιστορικό αρχείο της, τα πολλά και σημαντικά ξωκλήσια της και τις όμορφες παραλίες
της με τις γραφικές ψαροταβέρνες. Για τους επιθυμούντες να διανυκτερεύσουν στην
πανέμορφη αυτή πολιτειούλα της βορειοδυτικής Εύβοιας, αναφέρουμε πως υπάρχουν
αρκετά ξενοδοχεία με όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές, καθώς και ποιοτικά
συγκροτήματα ενοικιαζομένων δωματίων.
Η
μονή Γαλατάκη απέχει από το κέντρο της Λίμνης περίπου 12 χιλιόμετρα. Ο δρόμος
που θα ακολουθήσει, ο ταξιδιώτης, για να φθάσει στο μοναστήρι, είναι ένας και
μοναδικός και ακολουθεί τη γραμμή της παραλίας με κατεύθυνση προς το νότο.
Είναι αυτός ο δρόμος, που αποτελεί το όνειρο των κατοίκων της βορειοδυτικής
Εύβοιας, πως κάποτε θα τους ενώσει παραλιακά με τη Χαλκίδα.
Από
τα 12 αυτά χιλιόμετρα της παραλιακής διαδρομής προς τη μονή, τα μισά περίπου
είναι βατός χωματόδρομος, ο οποίος δεν παρουσιάζει προβλήματα για τα οχήματα, ανεξαρτήτως τύπου. Στο τέρμα
αυτού του δρομου υπάρχει η μονή του Αγίου Νικολάου ή Γαλατάκη.
Ένα σύντομο ιστορικό της μονής Γαλατάκη.
Όπως έχει αποδειχθεί από το σύνολο των
ερευνητών, που ασχολήθηκαν με την ιστορία της μονής, αυτή έχει κτισθεί στη θέση
που κατά την αρχαιότητα υπήρχε ο ναός του Αιγαίου Ποσειδώνα. Η άποψη αυτή
στηρίζεται αφενός στις περιγραφές αρχαίων κειμένων, που τοποθετούν το ναό της
ειδωλολατρικής θεότητας στη θέση, που σήμερα βρίσκεται η μονή Γαλατάκη, αφετέρου
στην ύπαρξη υλικού από αρχαϊκά κτίσματα, που χρησιμοποιήθηκε στην ανέγερση του
καθολικού της.
Με άλλα λόγια στην περίπτωση της μονής Γαλατάκη
ακολουθήθηκε η τακτική των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού, να
καταστρέφονται δηλαδή οι αρχαίοι
ναοί και να μετασχηματίζονται σε χριστιανικούς, με αφιέρωση του νέου ναού σε
άγιο ή γεγονός, που να
αντικαθιστά, με πλήρη αντιστοιχία την ειδωλολατρική θεότητα. Στην περίπτωση της
μονής Γαλατάκη η θεότητα της θάλασσας ο Ποσειδώνας έδωσε τη θέση του στον Άγιο
Νικόλαο, τον προστάτη της ναυτοσύνης.
Σήμερα τέσσερις σπονδυλωτοί κίονες, με αρχαϊκά κιονόκρανα, που στηρίζουν τον Παλαιολόγειο
τρούλο και δύο μονολιθικοί, στο νάρθηκα, είναι εκείνα τα στοιχεία που
απέμειναν, για να θυμίζουν τη
μετατροπή του ειδωλολατρικού μνημείου σε χριστιανικό
ναό. Πρόσφατα, η εκδοχή της
ανέγερσης της μονής Γαλατάκη επάνω
στα ερείπια, αν όχι του ναού του
Ποσειδώνα, τουλάχιστον όμως σε αυτά αρχαίου κτίσματος, ισχυροποιήθηκε με τη
δημοσίευση εγγράφων του αρχείου της μονής, από τον θεολόγο καθηγητή και ερευνητή
Βασίλη Δούκουρη, στα οποία πιστοποιείται και από Τούρκους εμπειρογνώμονες η
ύπαρξη ερειπίων αρχαίων κτισμάτων στην περιοχή.
Στην
περιοχή της Μονής Γαλατάκη πολλοί μελετητές τοποθετούν την αρχαία πόλη των
Αιγών. Σύμφωνα με το Λατίνο Στάσιο η πόλη βρισκόταν στην ακροθαλασσιά και
αναφέρεται ως humiles Aegas=χαμηλότοπες. Μάλιστα ο Στράβων υποστηρίζει πως ο
Όμηρος αναφέρεται στις Αιγές της Εύβοιας (Ιλιάδα Ν 21), όταν λέει ότι ο
Ποσειδώνας ήρθε στις Αιγές, όπου στο βάθος της θάλασσας βρισκόταν το παλάτι του.
Στην αρχαία πόλη, αποδεδειγμένα υπήρχε λαμπρό ιερό του θεού της θάλασσας στα
ερείπια του οποίου, όπως προαναφέραμε, πιθανότατα, ιδρύθηκε η Μονή Γαλατάκη.
Σύμφωνα
με την επικρατέστερη εκδοχή προέλευσης του ονόματος «Γαλατάκη» αυτό προέρχεται,
από τον πρώτο μετά τον 10ο αιώνα κτήτορα, που ήταν κάποιος πλοίαρχος καταγόμενος
από το Γαλατά της Κωνσταντινούπολης (είναι πολύ πιθανό να ονομαζόταν
Γαλατάκης). Λέγεται, λοιπόν, ότι ο εν λόγω καπετάνιος κινδύνεψε να ναυαγήσει
στα νερά της περιοχής και σώθηκε μετά από τη Θεία επέμβαση του Αγίου, ο ναός
του οποίου βρισκόταν εκεί και η ύπαρξή του ήταν γνωστή στον πλοίαρχο. Ο
καπετάνιος μετά από τη διάσωση επισκέφθηκε την ερειπωμένη τότε μονή και αφού
προσκύνησε απεφάσισε να ανοικοδομήσει το μοναστήρι. Η απόφαση του υλοποιήθηκε
λίγο καιρό αργότερα και ο ίδιος έζησε το υπόλοιπο της ζωής του σα μοναχός στη
μονή που πήρε το όνομα του.
Κατά
μία άλλη εκδοχή, «παραπαίουσα» κατά τον Λιμνιώτη ιστορικό Ν. Μπελλάρα, το όνομα
προέρχεται από τα πολλά και παραγωγικότατα ποίμνια γαλακτοφόρων ζώων που
υπήρχαν κάποτε στη περιοχή αυτή. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως στη Β. Εύβοια
υπάρχει η συνήθεια να ονοματίζονται περιοχές για τον ίδιο λόγο, όπως για
παράδειγμα τα χωριά Γαλατσάδες και Γαλατσώνα.
Ας
μεταφέρουμε όμως στη συνέχεια ένα μικρό απόσπασμα από το σχετικό με τη μονή,
βιβλίο του Βασίλη Δούκουρη, στο οποίο αναφέρει μερικές ακόμη εκδοχές για την
προέλευση του ονόματος.
«…Σύγχρονες απόψεις,
προσπάθησαν να προσδιορίσουν την ονομασία «Γαλατάκη», μέσα από το ειδωλολατρικό
εορτολόγιο, όπως για παράδειγμα, τις εορτές προς τιμήν του ειδωλολατρικού θεού
Ποσειδώνα, στις οποίες προσφερόταν, στους παρευρισκομένους, ένα είδος γλυκού, η
«Γαλάξεια». Όμως στους υποστηρικτές αυτής της άποψης διαφεύγει το γεγονός ότι
τα «Γαλάξια», ήταν, σύμφωνα με τον
Ησύχιο, γιορτή προς τιμή της θεάς Κυβέλης στην Αθήνα και σ’ αυτήν τη γιορτή οι
παρευρισκόμενοι έτρωγαν τη «Γαλαξία»,είδος κριθαρένιου πολτού με γάλα.
Παραπλήσια είναι και
η άποψη για την προέλευση του ονόματος από τη νύμφη Γαλάτεια, μικρής σημασίας
θεότητα, που λατρευόταν στους ναούς του Ποσειδώνα. Θα μας εύρισκε θετικούς
αν συνδυαζόταν και με το όνομα του
αγαπημένου της, του βοσκού Άκη,
(Γαλάτεια - Άκης), που τον δολοφόνησε ο, ερωτευμένος με τη Γαλάτεια, υιός του
Ποσειδώνα, Πολύφημος.
Κατά την άποψή μας η
ερμηνεία της επωνυμίας «Γαλατάκη»,
πρέπει να αναζητηθεί στη γεωλογική μορφολογία του εδάφους, με τα υπέργεια, έως
και τις αρχές του 20ου αιώνα, κοιτάσματα, του πετρώματος « Μαγνησίτη ή
Λευκόλιθου», ο οποίος χάριζε στο τοπίο ένα λευκό χρώμα.
Όπως και να έχει πάντως η
προέλευση της επωνυμίας «Γαλατάκη»,αυτή αναφέρεται, για πρώτη φορά σε
Σουλτανικό ορισμό του 1503. Με την
ίδια ονομασία–επωνυμία αναφέρεται και στα υπόλοιπα τουρκικά έγγραφα του αρχείου
της. Αντίθετα στα Πατριαρχικά σιγίλια η ονομασία ποικίλει μεταξύ επωνυμίας: «Γαλατάκη»
(σιγίλια 1585,1669,1752) και τοπωνυμίου: «εν τω Γαλατάκη» ή «του εν Γαλατάκη»
(σιγίλια 1572,1764)…».
Ο
Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ το 1752 αποκαλεί τη μονή «Βασιλικόν Σταυροπηγιακόν
Μοναστήριον» αναφέροντας ταυτόχρονα ότι ήταν Σταυροπηγιακή από πολύ παλιά,
υπαγόμενη πάντα στον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Όταν το 1205 ολόκληρη η
Εύβοια δόθηκε ως τιμάριο από τον Βονιφάτιο το Μομφερατικό, βασιλιά της
Θεσσαλονίκης, στον Ιάκωβο τον Αβέσνιο, η μονή υπήρχε και μάλιστα σε μεγάλη
ακμή. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας η μονή έπαθε πολλές ζημιές και μετά
την τουρκική εισβολή του 1470 ερημώθηκε για τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Το 1503
φαίνεται ότι και πάλι αρχίζει να ακμάζει. Σύμφωνα με τους περισσότερους Βυζαντινολόγους
η αγιογράφηση του ναού έγινε κατά την περίοδο 1546-1586.
Από
την πρώτη εποχή της ίδρυσής της η μονή φέρεται να κατέχει πολλά περιουσιακά στοιχεία
και να είναι αρκετά πλούσια. Πολλές φορές οι επίσκοποι Ευρίπου και Καναλίων,
αφαιρούσαν αυθαίρετα τα προϊόντα της μονής ή της επέβαλαν φόρους και εισφορές,
παρότι η μονή ανήκε απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μεγάλες μάλιστα ήταν
οι αυθαιρεσίες του Μητροπολίτη Χαλκίδας Παΐσιου του Α΄, ο οποίος έφθασε στο
σημείο να αρπάξει το πλούσιο μετόχι της μονής στα Πολιτικά της Παναγίας της
Περιβλέπτου. Οι μοναχοί ζήτησαν τη προστασία του Πατριαρχείου, το οποίο
ανανέωσε τα σταυροπηγιακά προνόμια της μονής ονομάζοντάς την «Πατριαρχικήν,
Σταυροπηγιακήν και Αδέσποτον». Ο Παΐσιος τιμωρήθηκε με πατριαρχικά επιτίμια
τόσο με σιγίλιο του πατριάρχη Κυρίλλου (1752), όσο και με σιγίλιο του πατριάρχη
Μελετίου (1758).
Δυστυχώς όμως ο πλούτος
που συσσωρεύτηκε στη μονή δημιούργησε ευμάρεια, με άμεσο
αντίκτυπο στα ήθη των μοναχών. Όπως μας πληροφορεί κάποιο κείμενο που κρυφά
έγραψε κάποιος μοναχός της μονής από το Μαντούδι, στο εσώφυλλο του Μηναίου το
1787 διεπράχθη άγριο φονικό από μοναχούς με θύματα συναδέλφους τους, για λόγους
που μάλλον έμειναν στην αφάνεια. Μεταφέρουμε στη συνέχεια το κείμενο αυτό:
«Σημηόνο το έτος 1787
ημέραν παρασκεβήν Ακολούθησε ένα μεγάλο περιστατικόν. Εφονέφθησαν 2 καλόγερη
ονόματα Δομέτιος ιερομόναχος και Ιάκοβος Ξενάκης και ήσαν φονιάδες
παπά-Καλίνικος Μωραϊτης και Ιοαννίκιος Παλιοβρυσιότης, Σάββας Κρινερίτης και
λιπή την 11 του αφτού μηνός έγιναν αφτά. Και ηποσημηόνομε, παπά Γρηγόριος εκ
Μαντουδίου».
Η μονή μετά το γεγονός αυτό, εγκαταλείπεται
για να ανασυγκροτηθεί και πάλι, περίπου στα 1800, με τις ενέργειες ενός
δυναμικού ηγούμενου, με αγιορείτικη θητεία, του Διονύσιου Χαλκά, του «αγιονικολαϊτη»,όπως
υπέγραφε, φίλου του Μπέη της Χαλκίδας.
Η επανασυγκρότησή της θα
είναι σχετικά σύντομη, καθώς στα 1819
καταλαμβάνεται από Τούρκους δανειστές, οι οποίοι εγκαθίστανται εκεί και
εκμεταλλεύονται τα κτήματά της. Θα την
εγκαταλείψουν, με την έναρξη των επαναστατικών γεγονότων στη Λίμνη και
γενικότερα στη Β. Εύβοια, το Μάϊο του 1821, αφού πρώτα την πυρπολήσουν. Την
καταστροφή συμπληρώνουν μετά την
αποτυχία του επαναστατικού κινήματος της Εύβοιας, στα 1823, τα στρατεύματα του
Μπερκόφτσαλη, που επέδραμαν προκειμένου να τιμωρήσουν τους επαναστάτες
κατοίκους της Β. Εύβοιας.
Μετά
την ένταξη της Εύβοιας στο νέο ελληνικό κράτος, την ανασυγκρότηση της μονής αναλαμβάνει
ο ηγούμενός της Αβράμιος Αργυρού. Η μονή ανακτώντας ένα μεγάλο μέρος από την
παλιά της ιδιοκτησία αρχίζει να ανθίζει πάλι οικονομικά. Για αρκετές δεκαετίες
παρουσιάζει αρκετά υψηλό οικονομικό δυναμικό, μέχρι τη στιγμή όμως, που η
αδράνεια και η κακή διαχείριση από κάποιους ηγουμένους, σήμανε την αρχή της οικονομικής
αποδυνάμωσης της μονής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως εξανεμίσθηκε η τεράστια
περιουσία της.
Στα
1898 ο Λεόντιος Κοραχάης, ένας αδαής και απλοϊκός ηγούμενος, επιχειρώντας να επισκευάσει
ζημιές που είχαν προκληθεί στην τοιχοποιία από το σεισμό του 1894 και στις
εικόνες από πειρατές παλιότερα, κατάφερε να κάνει μεγαλύτερες και ανεπανόρθωτες
καταστροφές στην αγιογράφηση του ναού.
Κατά
τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και μέχρι το 1946, η μονή είναι σχεδόν
εγκαταλειμμένη. Το 1946 μετατρέπεται σε γυναικεία και από το 1950 αρχίζει και
πάλι να προοδεύει. Στη μονή, την εποχή εκείνη, άρχισε να λειτουργεί
ορφανοτροφείο και Δημοτικό σχολείο.
Η
μονή γιορτάζει τόσο κατά την επίσημη γιορτή του Αγίου (6η Δεκεμβρίου) όσο και
την 20η Μαΐου επέτειο της ανακομιδής των λειψάνων Του. Την ημέρα αυτή
πανηγυρίζει η μονή μέσα στο καταπράσινο μαγευτικό ανοιξιάτικο τοπίο της, τέτοιο
σαν κι αυτά που μόνο το νησί της Εύβοιας μπορεί να επιδείξει.
Η σημερινή εικόνα της μονής.
Το
καθολικό της μονής είναι ένας σταυροειδής, τετρακιόνιος, εγγεγραμμένος,
τρίκογχος ναός με νάρθηκα, στον νότιο τοίχο του οποίου έχει προσαρτηθεί
παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Από το παρεκκλήσιο
υπάρχει μυστική δίοδος που οδηγεί σε κρυψώνα στην οροφή του ναού, η οποία
χρησίμευε ως καταφύγιο των μοναχών κατά τις μουσουλμανικές διώξεις. Το
καθολικό, που είναι χτισμένο με το αθωνικό τυπικό, σύμφωνα με την επιγραφή
κτίστηκε το 1576 και η αγιογράφησή του έγινε το 1586 με χρήματα του άρχοντα
Φραγκομουστάκη. Την ιστόρηση ανέλαβε το Θηβαϊκό εργαστήριο του Γεωργίου και
Φράγκου Κονταρή.
Ο πύργος.
Ο ψηλός οχυρός πύργος, βρίσκεται δεξιά από τη σημερινή κεντρική είσοδο και στη μέση περίπου της νότιας πτέρυγας της μονής. Έχει κάτοψη σχήματος τετραγώνου, με κάθε μία πλευρά του 5,30 μ. και με συνολικό ύψος 13 μέτρα. Δεσπόζει σε ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα και η εξωτερική του εμφάνιση θυμίζει έντονα τα ψηλά αμυντικά οχυρά των μεσαιωνικών κάστρων.
Ο πύργος σύμφωνα με μαρτυρίες εγγράφων που πρόσφατα δημοσίευσε ο υποφαινόμενος, οικοδομήθηκε πάνω σε ερείπια αρχαίου αμυντικού κτίσματος ή φρυκτωρίας, πιθανότατα του ναϊκού συγκροτήματος του Ποσειδώνα. Η πληροφορία προκύπτει από πραγματογνωμοσύνη Τούρκων που επισκέφθηκαν τη μονή στα 1562, για να παρακολουθήσουν από κοντά τις εργασίες ανοικοδόμησής του.
Τις πρώτες πληροφορίες
ανοικοδόμησής του πύργου συναντούμε στη βιογραφία του οσίου Δαβίδ, κτήτορος της
ομώνυμης μονής. Εκεί αναφέρεται ότι «ότε η Μονή εκινδύνευσε να αφανιστεί υπό
των ληστών, αυτός έκαμνεν εις αυτούς ουκ ολίγην την βοήθειαν, μάλιστα τους ωκοδόμησε
και φρούριον παρά τη θαλάσση».Το γριφώδες κείμενο και ιδιαίτερα η έκφραση «παρά τη θαλάσση», οδήγησε τους
ερευνητές σε διάφορες υποθέσεις, σχετικές με το χώρο οικοδόμησης του αμυντικού
έργου, για να καταλήξουν τελικά στην άποψη ότι με τη φράση «το φρούριον», εννοείται ο οχυρωματικός πύργος της μονής, στη θέση που αυτός είναι σήμερα. Βέβαια
από καμία άλλη πηγή δε προκύπτει η σχέση του οσίου Δαβίδ με την οικοδόμηση του
οχυρωματικού πύργου της μονής Γαλατάκη, καθώς οι χρονολογίες ανοικοδόμησης του
πύργου, που παρακάτω αναφέρουμε, είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με γεγονότα της
ζωής και δράσης του οσίου Δαβίδ στη Β. Εύβοια. Έτσι το μόνο που απομένει, είναι
να υποθέσουμε, ότι υπήρξε από πλευράς του οσίου Δαβίδ χρηματική ενίσχυση προς
τη μονή Γαλατάκη και τα χρήματα διατέθηκαν για την ανοικοδόμηση του πύργου.
Τα γεγονότα της
ανοικοδόμησης του πύργου, όπως αυτά προκύπτουν από τα Τουρκικά έγγραφα, είναι
τα παρακάτω. Στα 1555 οι μοναχοί αποσπούν Σουλτανικό ορισμό
(Σουλεϊμαν Α΄, 1555),για να οικοδομήσουν έναν ερειπωμένο πύργο, κοντά στο ναό
τους. Οι λόγοι που τους αναγκάζουν να προβούν στη συγκεκριμένη ενέργεια, είναι «οι
οχλήσεις των Levent». Εκείνο ωστόσο το στοιχείο που βαρύνεται με ειδική
αποδεικτική αξία, είναι η περιγραφή του, υπό επισκευή, πύργου. «Πλησίον του ναού τούτου» αναφέρουν «υπάρχει
επί των καιρών της ειδωλολατρείας κτισθείς παλαιός πύργος, όπου εισερχόμενοι εν
καιρώ κινδύνου καταφεύγαμεν. Ο πύργος αυτός μη ων υπό την κυριαρχίαν ουδενός
έχει ερειπωθεί».Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει ότι: α) Ο πύργος
χρησιμοποιείτο ως αμυντικό κτίσμα από τους μοναχούς και σε περιόδους πριν την
Τουρκοκρατία, β) Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους, οι μοναχοί
απόφυγαν, για ευνόητους λόγους να
τον χρησιμοποιήσουν ως οχυρωματικό
έργο, με αποτέλεσμα αυτός να καταστραφεί.
Η άδεια ανοικοδόμησης του πύργου ανανεώθηκε με
Σουλτανικό ορισμό στα 1562, διότι οι μοναχοί δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν τις
εργασίες επισκευής, λόγω ενοχλήσεων από το τουρκικό στοιχείο, το οποίο δεν
έβλεπε με καλό μάτι τέτοιες ενέργειες. Τότε ήταν που διατάχθηκε
πραγματογνωμοσύνη από τον Μπέη της Χαλκίδας και δύο Τούρκοι, « ο Μεχμέτ υιός
Ορονέζ και ο Μεχμέτ υιός Εμίν πιστοποιούν ότι το κτήριον του πύργου είναι
αρχαίος ειδωλολατρικός πύργος
ερειπωθείς και οι ως άνω παπάδες συμφώνως τη ιερά διαταγή, επί του αρχαίου
τούτου κτηρίου, ωκοδόμησαν, επισκευάσαντες τούτον».
Για τα επόμενα χρόνια οι
ειδήσεις για τον πύργο σπανίζουν, για να φτάσουμε στα 1835, όπου τον συναντούμε
σε καταγραφή των κτισμάτων της μονής, στον Ι. Κώδικα, απλά ως
«πύργος 1».
Για πολλά χρόνια ο πύργος
παρέμενε σχεδόν εγκαταλειμμένος και ουσιαστικά αχρησιμοποίητος. Στην ανακαίνιση
του Χρύσανθου Προβατά τοποθετήθηκε, από την πλευρά του καθολικού πέτρινη σκάλα,
ανοίχθηκαν παράθυρα, σοβατίστηκε ολόκληρος εξωτερικά και χρησιμοποιήθηκε το
ισόγειο για αποθήκη τροφίμων, ο πρώτος όροφος για τη στέγαση της βιβλιοθήκης
και του διοικητικού αρχείου της μονής, ο δεύτερος όροφος χωρίσθηκε σε τρία
δωμάτια-κελιά μοναχών και ο τρίτος, ένα ευρύχωρο δωμάτιο, διαμορφώθηκε σε ηγουμενείο.
Σήμερα επειδή, όπως
προαναφέραμε, είναι σοβατισμένος ολόκληρος εξωτερικά, δεν μπορεί να διακριθεί η τοιχοδομία του.
Από φωτογράφηση όμως των αρχών του αιώνα, διακρίνεται αργολιθοδομή με
ημιλαξευτές πέτρες(δόμοι).Ο, αναμφισβήτητα, αμυντικός του χαρακτήρας,
διακρίνεται ακόμη και σήμερα, από τους στενούς φεγγίτες που διατηρούνται, ένας
σε κάθε πλευρά, στο ύψος του τρίτου ορόφου και τη χαρακτηριστική τοποθέτηση της
εισόδου σε όροφο και όχι σε ισόγειο, το οποίο αρχικά παρέμενε κλειστό, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε όλους τους
μεσαιωνικούς πύργους.
Aλέξανδρος Καλέμης
Από το βιβλίο των Ευβοϊκών Εκδόσεων Κίνητρο
Οι Μονές της Εύβοιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου